ὑποπίπτει

ὑποπίπτει
ὑποπί̱πτει , ὑποπίπτω
fall under
pres ind mp 2nd sg
ὑποπί̱πτει , ὑποπίπτω
fall under
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδιάπταιστος — η, ο (Α ἀδιάπταιστος, ον) [διαπταίω] αυτός που δεν υποπίπτει σε λάθη, αλάνθαστος, άψογος, άμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • αδιάπτωτος — η, ο (Α ἀδιάπτωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή») αρχ. αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπίπτω. ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… …   Dictionary of Greek

  • αντιληπτός — ή, ό (AM ἀντιληπτός, ή, ό) νεοελλ. 1. αυτός που υποπίπτει στην αντίληψη, ο κατανοητός 2. αυτός που τον αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις αρχ. τά ἀντιληπτά τα αισθητά …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • ποιόν — το, ΝΑ 1. το σύνολο τών στοιχείων που συνθέτουν τον χαρακτήρα ενός υποκειμένου ή ενός αντικειμένου, το εσωτερικό γνώρισμα ή η ιδιαίτερη φύση του («το ποιόν τού ήχου») 2. (λογ.) το διακριτικό γνώρισμα τών όντων το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • σαπρογένεση — η, Ν βιολ. η περίοδος τού κύκλου ζωής ενός παθογόνου μικροοργανισμού, ιδίως ενός μύκητα, κατά τη διάρκεια τής οποίας ο μικροοργανισμός δεν βρίσκεται σε ζωτική συνεργασία με ζωντανούς ιστούς ξενιστές και είτε εξακολουθεί να αυξάνεται σε νεκρούς… …   Dictionary of Greek

  • υπέρχρονος — ον, ΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον χρόνο, αιώνιος («ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως κατάστασις... ἡ ὑπέρχρονος», Βασ.) 2. προγενέστερος, παλαιότερος («οὔτε χρόνῳ ὑποπίπτει τὸ θεῑον ἵνα ὑπέρχρονος ὁ πατὴρ γένηται τοῡ υἱοῡ», Επιφ.) …   Dictionary of Greek

  • υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”